- άπορος
- -η, -ο (AM ἄπορος, -ον) [πόρος]φτωχός, ενδεήςμσν.- νεοελλ.1. δυστυχισμένος, άθλιος2. κακός, ανάξιος3. (για κάστρο ή μοναστήρι) άδειοςαρχ.-μσν.1. (για τόπο) δύσβατος, αδιάβατος2. (για καταστάσεις) πολύ δύσκολος3. το ουδ. ως ουσ. τό ἄπορονη δυσκολία, το αδιέξοδοαρχ.1. δυσπρόσιτος, αυτός που δύσκολα τον βρίσκει κανείς2. (για πρόσωπα) κακότροπος, αδιόρθωτος3. ακαταμάχητος4. φρ. «ἄποροι ἐρωτήσεις» — δυσεπίλυτα προβλήματα.
Dictionary of Greek. 2013.